- διαθέτης
- ο(Α διαθέτης) [διατίθημι]1. αυτός που διαθέτει κάτι2. αυτός που με διαθήκη μοιράζει την περιουσία του, ο κληροδότηςαρχ.αυτός που τακτοποιεί ή διαρρυθμίζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαθέτης — one who arranges masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέτης — ο αυτός που παραχωρεί κάτι με επίσημο έγγραφο: Χρειάζεται ελεύθερη βούληση από την πλευρά του διαθέτη, για να έχει ισχύ μια διαθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθέται — διαθέτης one who arranges masc nom/voc pl διαθέτᾱͅ , διαθέτης one who arranges masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέτην — διαθέτης one who arranges masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… … Dictionary of Greek
καθολικό καταπίστευμα — Η υποχρέωση, από τη διαθήκη, του κληρονόμου να παραδώσει σε άλλο πρόσωπο (καταπιστευματοδόχος) την περιουσία που κληρονόμησε ή ποσοστό αυτής. Με αυτό τον τρόπο δίνεται επίσης η δυνατότητα στον κληρονομούμενο να ορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα, κληρονομικό — Η υποχρέωση που επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο να παραδώσει ολόκληρη την περιουσία που κληρονόμησε ή ένα μέρος της σε άλλο πρόσωπο. Κ.κ. συνάγεται ότι υπάρχει όταν η εγκατάσταση κληρονόμου συντελέστηκε υπό αίρεση ή προθεσμία ή ακόμη όταν o… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ОНОМАКРИТ — • Onomacrĭtus, Όνομάκριτος, афинянин времен Писистрата и его сыновей. Он помогал Писистрату при редактировании произведений Гомера и, говорят, позволял себе при этом делать некоторые поправки. По Геродоту (7, 6), он был χρησμολόγος и… … Реальный словарь классических древностей